- Λονδρέζος
- Λονδρέζος, ο και Λοντρέζος, ο θηλ. -αο κάτοικος του Λονδίνου: Μια Λοντρέζα νοίκιασε το διπλανό διαμέρισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Λονδρέζος — ο, θηλ. α ο κάτοικος τού Λονδίνου ή αυτός που κατάγεται από το Λονδίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λόντρα < γαλλ. Londres «Λονδίνο» (με τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος [nd] σε [nδ] κατά το φαινόμενο τού υπεραστισμού) + κατάλ. έζος, που χαρακτηρίζει… … Dictionary of Greek
λονδρέζικος — και λοντρέζικος, η, ο [Λονδρέζος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λονδίνο ή προέρχεται από το Λονδίνο, λονδίνιος … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek